- σπαράσσει
- сводит судорогами
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σπαράσσει — σπαράσσω tear pres ind mp 2nd sg σπαράσσω tear pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδρυπτος — ἄδρυπτος, ον (Α) [δρύπτω] αυτός που δεν ξεσχίζει, δεν σπαράσσει … Dictionary of Greek
διχοτομητής — διχοτομητής, ο (AM) αυτός που χωρίζει, που σπαράσσει κάτι … Dictionary of Greek